- συνεπιμειδιώ
- -άω, Aγελώ και εγώ για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιμειδιῶ «χαμογελώ για κάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek